-
1 αποτύπωμα
-
2 ἀποτύπωμα
-
3 αποτυπωμα
-
4 αποτύπωμα
-
5 αποτύπωμα
l'empremta -
6 ἀποτύπωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτύπωμα
-
7 ἀποτύπωμα
-
8 αποτύπωμα
empreinte -
9 empreinte
αποτύπωμα -
10 отпечаток
отпечаток м το αποτύπωμα* το σημάδι, το ίχνος (след)* * *мτο αποτύπωμα το σημάδι, το ίχνος ( след) -
11 оттиск
-
12 след
след м το ίχνος; το χνάρι (тж. перен.)' το αποτύπωμα (отпечаток)' идти по \следу βαδίζω στα ίχνη κάποιου* * *мидти́ по следу — βαδίζω στα ίχνη κάποιου
-
13 отпечаток
(след чего-л.) το αποτύπωμαпробный - το τυπογραφικό δοκίμιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отпечаток
-
14 отпечатывать
1. (машинописным, типографским способом) εκτυπώνω 2. (сним-ки) εκτυπώνω 3. (оставлять след) αφήνω αποτύπωμα 4. (сняв печать, открыть что-л) αποσφραγίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отпечатывать
-
15 оттиск
полигр. το αποτύπωμαпробный - το τυπογραφικό δοκίμιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оттиск
-
16 печать
1. (средство массовой информации) о τύποςвыйти из - и τυπώνομαι, εκδίδομαιнаходиться в - и βρίσκεται στην/υπό εκτύπωση/έκδοσηпоступать в - εκδίδομαι, βγαίνω (από την εκτύπωση)2. (типографский или иной сходный процесс) η εκτύπωσηглубокая - полигр. βαθιά -, η βαθυτυπία3. (издательское и типографское дело) η έκδοση 4. (прибор с вырезанными знаками для оттискивания их на чём-л. 5. (след, отпечаток чего-л.) το αποτύπωμα, το ίχνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печать
-
17 след
το ίχνος, το αποτύπωμα- колёс - των τροχών, η τροχιάспут-ный - (спутная струя) η ολκός, η αυλακιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > след
-
18 трек
1. (след заряженной частицы) физ. το ίχνος, το αποτύπωμα 2. (дорожка) ο διάδρομος, η διαδρομή (π.χ. του (μοτο)πο-δηλατοδρομείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трек
-
19 отпечаток
отпечатокм1. τό ἀποτύπωμα/ τό Ιχνος, τό σημάδι (след):\отпечаток пальцев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· \отпечаток ноги́ на песке τά Ιχνη τοῦ ποδιού στήν ἄμμο·2. перен τό σημάδι, τό Ιχνος; \отпечаток гру́сти на лице τά σημάδια θλίψης στό πρόσωπο· накладывать свой \отпечаток на что-л. ἀφήνω τά Ιχνη μου, βάζω τήν σφραγίδα μου σέ κάτι. -
20 оттиск
оттискм1. (отпечаток) τό ἀποτύπωμα·2. полигр. τό δοκίμιο[ν]:корректу́р-ный \оттиск τό τυπογραφικό δοκίμιο·3. (сброшюрованная статья из журнала) ἡ χωριστή ἐκτύπωση ἄρθρου, τό δοκίμιο, ἡ τύπωση, ἡ ἐκτύπωση.
См. также в других словарях:
ἀποτύπωμα — impression neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτύπωμα — το (AM ἀποτύπωμα) μσν. νεοελλ. το ομοίωμα νεοελλ. 1. η αποτύπωση 2. η ολοκλήρωση της εκτύπωσης ενός βιβλίου φρ. «δακτυλικά αποτυπώματα». όρος που αναφέρεται στα σχήματα που παρουσιάζουν η παλάμη και τα δάχτυλα στην επιδερμίδα της εσωτερικής… … Dictionary of Greek
αποτύπωμα — το ώματος, το απεικόνισμα που προήλθε από την αποτύπωση: Στην αστυνομία είχαν τα δαχτυλικά του αποτυπώματα κι εύκολα τον βρήκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτυπώματα — ἀποτύπωμα impression neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλοσκοπία — Τεχνική με την οποία διαπιστώνεται η ταυτότητα ενός προσώπου και βασίζεται στη λήψη, στην παρατήρηση και στην ταξινόμηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του. Είναι γνωστό ότι στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, το δέρμα της εσωτερικής επιφάνειας… … Dictionary of Greek
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
Μουσείο Προϊστορικής Θήρας — Το μουσείο που στεγάζει τα αριστουργήματα της προϊστορικής Θήρας εγκαινιάστηκε με μεγάλη λαμπρότητα την άνοιξη του 2000. Στα 600 τ.μ. του δεύτερου ορόφου του κτιρίου, που έχουν διαμορφωθεί με σύγχρονη μουσειακή αντίληψη, εκτίθενται, χωρισμένα σε… … Dictionary of Greek
έκμαγμα — το (AM ἔκμαγμα) το πανομοιότυπο αποτύπωμα μορφής ή σχήματος πάνω σε μαλακή ύλη αρχ. αποτύπωμα πάνω σε κερί … Dictionary of Greek
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
δαχτυλιά — η 1. το ίχνος ή το αποτύπωμα ακάθαρτου δακτύλου («μια δαχτυλιά στο τετράδιο») 2. το δακτυλικό αποτύπωμα, το δακτυλόγραμμα 3. η ποσότητα πυκνόρρευστης ουσίας που μπορεί να συγκρατήσει ο δείκτης τού χεριού («μια δαχτυλιά μέλι») 4. ποσότητα υγρού… … Dictionary of Greek